ἐμβαθύνοντας

ἐμβαθύνοντας
ἐμβαθύ̱νοντας , ἐμβαθύνω
make deep
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… …   Dictionary of Greek

  • Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του …   Dictionary of Greek

  • Ούνσετ, Zίγκριντ — (Sigrid Undset, Κάλουντμποργκ, Δανία 1882 – Λιλεχάμμερ 1949). Νορβηγίδα συγγραφέας. Τα δύο πρώτα της έργα Η κυρία Μάρθα Όουλιε (1907) και Η ευτυχισμένη ηλικία (1908), βγαλμένα από τη ρεαλιστική παρατήρηση του περιβάλλοντος και των ανθρώπων του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”